- αγιασμένος
- -η, -ο (Α ἡγιασμένος, -η, -ον) [αγιάζω]1. (για πράγματα) αυτός που με θρησκευτική τελετή έγινε άγιος, ιερός2. (για ανθρώπους) αυτός που άγιασε με την ενάρετη ζωή του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… … Dictionary of Greek
αγιστεύω — ἁγιστεύω (Α) 1. ιερουργώ, κάνω θυσία ή ιεροτελεστία 2. εξαγνίζω, αγιάζω 3. παθ. είμαι άγιος ή αγιασμένος, ζω σαν άγιος, αγνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγιστός < ἅγιος, με θεματική παρέκταση. ΠΑΡ. αρχ. ἁγιστεία, μσν. ἁγίστευμα] … Dictionary of Greek
αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek
καθιερώνω — (AM καθιερῶ, όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, όω) 1. αφιερώνω κάτι σε θεό, τό καθαγιάζω, τό καθορίζω ως ιερό («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.) 2. καθιστώ ή καθορίζω κάτι ως ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω 3. θεσπίζω… … Dictionary of Greek
κλαστός — ή, ό (Α κλαστός, ή, όν) [κλω] σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν) άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία… … Dictionary of Greek
Ιεροσολύμων, Πατριαρχείο — Πατριαρχείο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ). Ως μητέρατων Εκκλησιών, η Ιερουσαλήμ ήταν δεδομένο εξαρχής ότι θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη και στην οργάνωση της χριστιανικής Εκκλησίας στο σύνολό της.… … Dictionary of Greek
αγιάζομαι — αγιάζομαι, αγιάστηκα, αγιασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: αγιάζω, αγιάζομαι : χρησιμοποιείται κυρίως στην ενεργητική φωνή, με ενεργητική και παθητική διάθεση (→ κάνω κάτι άγιο ή γίνομαι άγιος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγιάζω — άγιασα, αγιάστηκα, αγιασμένος 1. μτβ., ευλογώ, ραντίζω με αγιασμένο νερό: Περίμεναν όλοι στη σειρά να τους αγιάσει ο παπάς. 2. αμτβ., γίνομαι άγιος: Αυτός άμα πεθάνει θ αγιάσει· μτφ., αδυνατίζω υπερβολικά: Από την αρρώστια και τη νηστεία είχε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγιωτικός — ή, ό αγιασμένος· το ουδ. στον πληθ., τα αγιωτικά περιληπτική ονομασία κάθε αντικειμένου σχετικού με τη λατρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)